ἀμόρα — ἀμόρᾱ , ἀμόρα sweet cake fem nom/voc/acc dual ἀμόρᾱ , ἀμόρα sweet cake fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόρας — ἀμόρᾱς , ἀμόρα sweet cake fem acc pl ἀμόρᾱς , ἀμόρα sweet cake fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόραι — ἀμόρᾱͅ , ἀμόρα sweet cake fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόραις — ἀμόρα sweet cake fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόρη — ἀμόρα sweet cake fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμορίτης — ἀμορίτης και ἀμορβίτης και ἀμοργίτης, ο (Α) είδος ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμόρα + κατάλ. ίτης*. Ο τ. ἀμορβίτης διασώζει (διαλεκτικώς) ως β το F που υπήρχε στην πρωτόθετη λ. *αμορFα (πρβλ. κ. ἀμόρα). Το ίδιο ισχύει και για το γ τού παράλληλου τ.… … Dictionary of Greek
όμωρος — ὅμωρος, ον (Α) φρ. «ὅμωρος ἄρτος» είδος άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με την λ. ἀμόρα «είδος γλυκίσματος με μέλι» (πρβλ. και τις γλώσσες τού Ησύχ. ὅμουρα και ὁμορίτας)] … Dictionary of Greek