αμόρα

αμόρα
ἀμόρα, η (Α)
είδος γλυκίσματος με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι -β- και -γ- αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: *αμορFα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμόρα — ἀμόρᾱ , ἀμόρα sweet cake fem nom/voc/acc dual ἀμόρᾱ , ἀμόρα sweet cake fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμόρας — ἀμόρᾱς , ἀμόρα sweet cake fem acc pl ἀμόρᾱς , ἀμόρα sweet cake fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμόραι — ἀμόρᾱͅ , ἀμόρα sweet cake fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμόραις — ἀμόρα sweet cake fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμόρη — ἀμόρα sweet cake fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμορίτης — ἀμορίτης και ἀμορβίτης και ἀμοργίτης, ο (Α) είδος ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμόρα + κατάλ. ίτης*. Ο τ. ἀμορβίτης διασώζει (διαλεκτικώς) ως β το F που υπήρχε στην πρωτόθετη λ. *αμορFα (πρβλ. κ. ἀμόρα). Το ίδιο ισχύει και για το γ τού παράλληλου τ.… …   Dictionary of Greek

  • όμωρος — ὅμωρος, ον (Α) φρ. «ὅμωρος ἄρτος» είδος άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με την λ. ἀμόρα «είδος γλυκίσματος με μέλι» (πρβλ. και τις γλώσσες τού Ησύχ. ὅμουρα και ὁμορίτας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”